- ενδοθηλιακός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ενδοθήλιο («ενδοθηλιακά κύτταρα»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενδοθηλιακός ιστός ή ενδοθήλιο — Μονοκυτταρική στιβάδα που επενδύει την εσωτερική επιφάνεια της καρδιάς, των αγγείων, του αίματος και της λέμφου και αποτελεί το τοίχωμα των τριχοειδών. Τα ενδοθηλιακά κύτταρα είναι πλακώδη και τοποθετημένα μεταξύ τους έτσι ώστε να εφαρμόζουν όπως … Dictionary of Greek